ἐναγής, Χρήματα Id.2.825c
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναγικός — ή, ό (AM ἐναγικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άνθρωπο εναγή («χρημάτων εναγικών», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐναγικῶν — ἐναγικός of an fem gen pl ἐναγικός of an masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)